αιμοδοσία

αιμοδοσία
η донорство

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αιμοδοσία" в других словарях:

  • αιμοδοσία — Ιατρ. η προσφορά αίματος για μετάγγιση και κατ επέκταση ο οργανισμός που ασχολείται με τη λήψη, τη συντήρηση και τη διάθεση αίματος …   Dictionary of Greek

  • αιμοδότης — ο (θηλ. δότρια) αυτός που προσφέρει αίμα για μετάγγιση σε ασθενή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα + δότης < δίδωμι. ΠΑΡ. αιμοδοσία] …   Dictionary of Greek

  • αιμοληψία — η Ιατρ. η λήψη αίματος συνήθως από τις φλέβες τής καμπής τού αγκώνα, για εξέταση ή αιμοδοσία. [ΕΤΥΜΟΛ. αίμα + λήψη < λαμβάνω] …   Dictionary of Greek

  • Αθηνών, Ιερά Αρχιεπισκοπή — Εδρεύει στην Αθήνα. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 144 ενοριακοί ιεροί ναοί, 12 κοιμητηρίων και 9 μοναστηριακοί, στους οποίους υπηρετούν 486 εφημέριοι και 40 διάκονοι. Για την πλέον άρτια και αποδοτική περιφερειακή οργάνωση υφίστανται οι παρακάτω… …   Dictionary of Greek

  • αιμοδότης — ο θηλ. τρια αυτός που προσφέρει μέρος του αίματός του για μετάγγιση: Ζητούσαν αιμοδότη για τον άρρωστο αδελφό τους με αίμα μιας σπάνιας ομάδας. Ουσ. αιμοδοσία, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»